περιβαλλοντικός

περιβαλλοντικός
-ή, -ό, Ν [περιβάλλον, -οντος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιβάλλον και στην προστασία του από φυσικές και κοινωνικές αρνητικές επιδράσεις («περιβαλλοντικά προβλήματα)
2. φρ. «περιβαλλοντική εκπαίδευση» — διεπιστημονική και ολιστική διαδικασία παροχής γνώσεων, ανάπτυξης δεξιοτήτων, αναγνώρισης αξιών και διαμόρφωσης ή αλλαγής στάσεων, διαδικασία που αφορά όχι μόνο στον γνωστικό τομέα αλλά ταυτόχρονα και στον συναισθηματικό και ψυχοκινητικό, προκειμένου να κατανοηθεί η σχέση αλληλεξάρτησης τού ανθρώπου με τη φύση και η οποία απαιτεί παράλληλα ενεργητική συμμετοχή στη λήψη και την εκτέλεση τών αποφάσεων για τη διατήρηση τής οικολογικής ισορροπίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιβαλλοντικός — ή, ό ο σχετιζόμενος, ο αναφερόμενος στο περιβάλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”